παρηγοροῦντα

παρηγοροῦντα
παρηγορέω
address
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παρηγορέω
address
pres part act masc acc sg (attic epic doric)
παρηγορέω
address
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παρηγορέω
address
pres part act masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρηγορώ — έω / παρηγορῶ, έω, ΝΜΑ [παρήγορος] προσφέρω σε κάποιον παρηγοριά, συντελώ στην ανακούφιση κάποιου από τον ψυχικό πόνο του και τού ενσταλάζω ελπίδα και αισιοδοξία («όλες οι μάννες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”